κρισιαρχία

κρισιαρχία
η
βλ. κριτικισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κριτικισμός — Υπό ευρύτερη έννοια, φιλοσοφική θεωρία, αντίθετη προς τον δογματισμό, που θέτει υπό αμφισβήτηση τη μεταφυσική γνώση, ακόμη δε και τη δυνατότητα γνώσης, χωρίς προηγούμενη αυστηρή ανάλυση των λειτουργιών του πνεύματος. Υπό στενή έννοια, κ. είναι η… …   Dictionary of Greek

  • εμπειριοκριτικισμός — ο (φιλοσ.), θεωρία που δέχεται ότι η μοναδική αλήθεια και πραγματικότητα είναι οι αισθήσεις, ενώ η σκέψη είναι μια επεξεργασία και φυσικά μια παραμόρφωση της αλήθειας, η εμπειρική κυριαρχία, η εμπειρική κρισιαρχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”